Της Ιωάννας Μπαρμπούτη*

Πριν λίγες μέρες ανακοινώθηκαν τα 4 μη κρατικά πανεπιστήμια, που έλαβαν άδεια λειτουργίας στην χώρα μας. Πρόκειται για τα University of Nicosia, το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο Ανατόλια, το CITY (παράρτημα του York) και το University of Keele. Σιγουρα κανένα από αυτά δεν βρίσκεται στην κατηγορία των Ivy League πανεπιστημίων, που όλοι θυμόμαστε πως κάποτε εξήγγειλε η κυβέρνηση ότι θα έρθουν στην Ελλάδα. Αλλά αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα.

Τα τμήματα που θα λειτουργούν σε αυτά τα πανεπιστήμια είναι κυρίως της Νομικής και της Ιατρικής. Προκύπτει ένα ερώτημα: Δεν είναι αρκετά καλά τα ήδη υπάρχοντα δημόσια πανεπιστήμια Νομικών και Ιατρικών σπουδών στην χώρα μας; Ή μήπως βρίσκονται σε καλύτερη θέση στις διεθνείς κατατάξεις τα συγκεκριμένα πανεπιστήμια από τα δικά μας;

Τα δεδομένα απαντούν αρνητικά στα παραπάνω ερωτήματα. Παίρνοντας ως παράδειγμα το University of Keele, το οποίο έρχεται να εγκατασταθεί λίγα μέτρα πιο κάτω από την Νομική Σχολή Αθηνών, το βρετανικό αυτό πανεπιστήμιο βρίσκεται στην 672η θέση των παγκόσμιων κατατάξεων ενώ το ΕΚΠΑ στην 237η θέση. Τα προβλήματα που προκαλούν οι συγκεκριμένες ιδιωτικές νομικές είναι πολλά, και μπορούμε να τα εξετάσουμε, με νομική ορολογία, υπό δύο φάσματα, αυτό της παράλειψης και αυτό της πράξης.

Ως προς την παράλειψη, μεθοδευμένα και ύπουλα, η κυβέρνηση παραλείπει να φροντίσει για την βελτίωση και την διατήρηση του κύρους των Δημοσίων Πανεπιστημίων και κυρίως παραλείπει να μεριμνήσει για τους φοιτητές.

Για παράδειγμα οι υποδομές του ΕΚΠΑ, χαρακτηρίζονται από τους ίδιους τους καθηγητές ως επικίνδυνες, κακοδιατηρημένες και ανίκανες να αντέξουν τον όγκο φοιτητών. Το 2025 η επιχορήγηση για συντηρήσεις εμφάνισε μείωση 50% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, επιβεβαιώνοντας το τεράστιο πρόβλημα της υποχρηματοδότησης των ελληνικών πανεπιστημίων. Ταυτόχρονα, το πανεπιστήμιο Κρήτης, ένα από τα πιο αξιόλογα σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, έκανε λόγο το 2024 για μείωση της χρηματοδότησης του, έως και 58,62% σε σχέση με το 2009.

Η υποχρηματοδότηση αποτελεί πρόβλημα για όλα τα πανεπιστήμια, ενώ η ίδρυση ιδιωτικών δυσκολεύει περισσότερο την λειτουργία τους, ιδίως των περιφερειακών όπου ο αριθμός φοιτητών ολοένα και μειώνεται. Αλλά δεν μειώνεται μόνο ο αριθμός των φοιτητών, αλλά και των καθηγητών και του διδακτικού προσωπικού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2010 η Νομική Σχολή Αθηνών είχε 130 μέλη ΔΕΠ ενώ τώρα μόλις 80, εμφανώς υποστελεχωμένη.

Το πρόβλημα αυτό τόνισε και η σύνοδος των Πρυτάνεων τον Ιούλιο, επισημαίνοντας πως, αν συνεχίσει έτσι, τα πανεπιστήμια θα χαθούν αφού δεν θα έχουν διδακτικό προσωπικό. Το μέτρο 1:1 στη σχέση αφυπηρέτησης-πρόσληψης, δεν τηρείται και η αναλογία φοιτητών-καθηγητών, διογκώνεται. Αυτό σίγουρα δεν οφείλεται στον τεράστιο αριθμό “λιμναζόντων” φοιτητών όπως επιθυμεί να παρουσιάζει η κυβέρνηση, αλλά στο ότι δεν γίνονται προσλήψεις.

Στα περισσότερα πανεπιστήμια η μείωση μελών ΔΕΠ καταγράφεται γύρω στο 5-6% σε σχέση με το παρελθόν. Όμως την ίδια στιγμή, την διοίκηση του University of Keele, έρχονται να στελεχώσουν καθηγητές των Δημόσιων Πανεπιστημίων, εγκαταλείποντας την δημόσια εκπαίδευση, φυσικά αναζητώντας καλύτερες απολαβές.

Τα παραπάνω γεγονότα δεν είναι τυχαία. Η λογική που συνδέει τα παραπάνω, αποτελεί τον κύριο άξονα σκέψης, που ακολουθεί η κυβέρνηση. Στον βωμό της ιδιωτικοποίησης και της επιχειρησιακής λογικής, υποτιμά την δημόσια δωρεάν εκπαίδευση. Άλλωστε η δήλωση της κ. Ζαχαράκη, πριν λίγους μήνες «πόσο εύκολα μπορείς να πας να σπουδάσεις στην Κομοτηνή;» επιβεβαιώνει τον παραπάνω ισχυρισμό.

Ως προς το φάσμα της πράξης, η ιδέα πως υπάρχει περιθώριο στην χώρα μας, για 3 νέες ιδιωτικές νομικές, ενώ η πολυσυζητημένη Νομική Πάτρας, θα επιβάρυνε το ήδη «υδροκέφαλο» δικηγορικό επάγγελμα, προκαλεί εύλογες αντιδράσεις.

Ενώ γίνεται μαραθώνιος αγώνας με στοχευμένες δηλώσεις και πολιτικές για να αποδειχθεί πως υπάρχει υπερπληθυσμός στην δικηγορία, ξεκινάει η λειτουργία 3 νέων σχολών Νομικής. Η κα Κεραμέως είχε δηλώσει ότι «η χώρα μας έχει χιλιάδες άνεργους δικηγόρους, δεν χρειάζεται 4η Νομική» ενώ οι εξετάσεις ασκουμένων τέθηκαν υπό την εποπτεία του Υπουργείου. Με απλά μαθηματικά καταλαβαίνουμε , πως ο αριθμός φοιτούντων σε ένα τμήμα Νομικής, όπως θα μπορούσε να είναι αυτό της Πάτρας, είναι ίσος ή και μικρότερος από τον αριθμό των φοιτητών τριών τμημάτων Νομικής, που θα λειτουργήσουν.

Επιπρόσθετα, δυστυχώς, δεν έχουμε αρκετά στοιχεία ακόμα για το πρόγραμμα σπουδών για τις 2 από τις 3 νομικές σχολές που θα λειτουργήσουν, παρότι θα έπρεπε ήδη να έχει αναρτηθεί, δεδομένου πως σε λίγες μέρες ξεκινάει το ακαδημαϊκό έτος. Βέβαια, με βάση την ιστοσελίδα του τρίτου, του University of Keele, αναδεικνύεται ένα ανεπαρκές και μη αντάξιο πρόγραμμα σπουδών τίτλου Νομικής Σχολής.

Μάλιστα προαπαιτούμενο για την απόκτηση πτυχίου στα Δημόσια Πανεπιστήμια είναι η επιτυχία σε παραπάνω από 40 μαθήματα,ενώ το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο έχει μόλις 27! Ο μικρός αυτός αριθμός μαθημάτων, έχει ως συνέπεια την απουσία ζωτικής σημασίας μαθημάτων, για μια ολοκληρωμένη νομική κατάρτιση, όπως το Συνταγματικό Δίκαιο και η Διοικητική Δικονομία. Αντ’αυτού το University of Keele, περιλαμβάνει μάθημα αγγλοσαξωνικού δικαίου, το οποίο δεν έχει καμία εφαρμογή στο Ελληνικό Δίκαιο.

Επομένως το επιχείρημα του μεγάλου όγκου δικηγόρων, που έχει κατακλύσει τον δημόσιο διάλογο, θα έπρεπε να έρχεται δεύτερο, με κυριότερο αυτό της ποιότητας των νομικών που έχουμε. Μια ποιότητα που ανέκαθεν εξασφαλιζόταν από τις δημόσιες νομικές της χώρας μας. Σε αυτό φυσικά παίζουν ρόλο και οι καθηγητές αλλά και τα απαιτητικά μαθήματα, που διαμορφώνουν την νομική σκέψη των φοιτητών. Είναι μήπως και αυτή η κίνηση μέρος του master plan της επίθεσης στο δικηγορικό επάγγελμα, όπως φαίνεται από ορισμένες πρόσφατες πολιτικές;

Επιπλέον, είναι σημαντικό να αναφερθούν, έστω και σύντομα, τα κριτήρια που καθιστούν κάποιον ικανό για την Πρυτανεία ενός μη κρατικού πανεπιστημίου. Είναι αυτά η προηγούμενη θητεία στην ίδια θέση σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο ή και η συμμετοχή στην συγγραφή του νόμου για τα ιδιωτικά μέσω της εργασίας στην θέση του Γενικού Γραμματέα στο Υπουργείο; Έχοντας, έστω μια μικρή, ακόμα υπολειπόμενη ελπίδα για αξιοκρατική λειτουργία των πραγμάτων στην χώρα μας, ελπίζουμε το πρώτο.

Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν πως η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, δεν είναι ούτε αλλαγή ιστορικής σημασίας, ούτε ποτέ υπήρξε πρωταρχική ανάγκη της χώρας μας. Αποτελεί απλά τον εύκολο τρόπο «τακτοποίησης» ορισμένων εκκρεμών υποθέσεων μιας κυβέρνησης, που μια θυμάται πως έχουμε ενωσιακό δίκαιο, και την άλλη φαίνεται να το ξεχνάει. Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος και του άρθρου 16, βόλεψε την παρούσα στιγμή, την ίδρυση ιδιωτικών. Σε ζητήματα όμως όπως το μεταναστευτικό και το εργασιακό, οι ευρωπαϊκές οδηγίες και το ευρωπαϊκό δίκαιο φαίνεται να έρχονται σε δεύτερη μοίρα.

Η επόμενη μέρα για τη δημόσια εκπαίδευση είναι σίγουρα δύσκολη. Δεν αντιμετωπίζει απλά την απειλή των ιδιωτικών, ξένων πανεπιστημίων. Έχει να αντιμετωπίσει την λυσσαλέα επίθεση, ενός συστήματος που δεν της αφήνει χώρο να εξελιχθεί.

*Η‍ Ιωάννα Μπαρμπούτη είναι Λαρισαία, πρόεδρος ΦΣ Νομικής ΕΚΠΑ