Με ηλικία πέντε αιώνων και με περισσότερες από 250 παραλλαγές συναντάται το συγκλονιστικό «Μοιρολόι της Παναγίας» που ιστορεί μια Θεοτόκο απελπισμένη. Το μοιρολόι τραγουδιόταν συνήθως από γυναίκες τη Μεγάλη Πέμπτη ή τη Μεγάλη Παρασκευή, μετά την περιφορά του Επιταφίου, και βρίσκει την απεικόνισή του στην Παναγία του Χάρου που φυλάσσεται στους Λειψούς (φωτογραφία).

Στον συγκλονιστικότερο και πιο ασυνήθιστο εικονογραφικό τύπο της Θεοτόκου, η Παναγία απεικονίζεται ως Βρεφοκρατούσα, ο Χριστός στην αγκαλιά της όμως δεν είναι τρυφερό παιδί, αλλά ήδη επί ξύλου κρεμάμενος. Ολόπικρο το βλέμμα της μάνας, δικαιώνει τον τίτλο «Παναγιά του Χάρου». Ετσι ονομάζεται και το μοναστήρι των Λειψών, χτισμένο στα 1600 μ.χ., όπου φυλάσσεται εικόνα αυτού του τύπου. Δεν έχει τύχει να τη δω εκεί, αλλά στον Μυστρά.

Η Παναγία του Χάρου δεν ταχταρίζει τον γιο της. Τον μοιρολογάει. Οσο κι αν οφείλει να συμφιλιωθεί με το «γραμμένο», το άνωθεν σχεδιασμένο, παραμένει μάνα. Αδυνατεί να ανατρέψει ό,τι έχει ήδη συντελεστεί, κι ας είναι παιδάκι ακόμα ο γιος της. Μόνο να τον θρηνήσει μπορεί και δικαιούται. Ο θρήνος της, «Το Μοιρολόι (ή Καταλόι) της Παναγίας», ιστορεί μια Θεοτόκο τσακισμένη, απελπισμένη, έτοιμη να αυτοκτονήσει, αλλά και ικανή να καταραστεί, παρά τη γλυκύτητά της.

Με ηλικία πέντε αιώνων το «Μοιρολόι» έχει σωθεί σε πάνω από 250 παραλλαγές, σε όλα τα ιδιώματα της νεοελληνικής γλώσσας, σημάδι ευρύτατης και ανθεκτικής διάδοσης. Τραγουδιόταν συνήθως από γυναίκες, τη Μεγάλη Πέμπτη, όταν ξενυχτούσαν τον νεκρό, ή τη Μεγάλη Παρασκευή, μετά την περιφορά του Επιταφίου. Μολαταύτα, δεν πλάστηκε εξαρχής από τον δήμο, από τις παλαιές αγροτικές κοινότητες. Δεν γεννήθηκε δημοτικό, αλλά έγινε με τη συχνότατη χρήση και την αέναη επανεπεξεργασία. Πριν γίνει κείμενο, αποτυπωμένο σε βιβλία, τραγουδήθηκε ευρύτατα. Εχουμε εδώ μια χαρακτηριστική περίπτωση επίδρασης της γραπτής ποίησης στην προφορική. Πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία διπλής κατεύθυνσης, όχι για στεγανούς χώρους.

Ο Αλέξης Πολίτης, που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη σχέση λόγιας και λαϊκής ποίησης, γράφει στο δοκίμιο «Ιχνη της γραπτής λογοτεχνίας στην προφορική παράδοση. “Ο Νικολάκης εις τον Νάδη» («Το δημοτικό τραγούδι», ΠΕΚ, 2010): «Η διαδικασία ετούτη δεν έχει επαρκώς μελετηθεί στις λεπτομέρειές της· γίνεται ωστόσο προφανώς με διαδοχικά άλματα: κάποιοι στίχοι είτε ενότητες στίχων μπορούν εύκολα να απομνημονευθούν και να περάσουν στο τραγούδι. Αυτοί θα αποτελέσουν τον “σκληρό πυρήνα” της προφορικής παράδοσης, από τους υπόλοιπους στίχους του αρχικού κειμένου οι περισσότεροι απαλείφονται, ενώ άλλοι τροποποιούνται είτε αντικαθίστανται. Ετσι η πλοκή του γραπτού κειμένου συντέμνεται σημαντικά, γιατί ο τραγουδιστής συγκρατεί ευκολότερα στίχους παρά τη συνολική υπόθεση –εδώ, νομίζω, βρίσκεται το βασικό κλειδί–, ενώ προσπαθεί να παραμείνει πιστός σε κάποιο αρχικό σχήμα, χωρίς πάντα να το καταφέρνει».

Μπορούμε να εικάσουμε ότι αυτό το σχήμα μετάβασης από το λόγιο κείμενο στο λαϊκό άσμα, από το χαρτί στη φωνή, ακολουθήθηκε και στο «Μοιρολόι», τουλάχιστον σε γενικές γραμμές. Στους στίχους που απομνημονεύτηκαν μαζικά ανήκει οπωσδήποτε ο εναρκτήριος πολλών παραλλαγών, που τον συναντάμε και σε μοιρολόγια κοσμικού χαρακτήρα: «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα». Οι αμέσως επόμενοι στίχοι σε μικρασιατική παραλλαγή, όπως τη δημοσίευσε ο Φώτης Κόντογλου στο βιβλίο «Ανέστη Χριστός. Η δοκιμασία του λογικού» (Αρμός, 2001): «Σήμερον εσταυρώσανε τον πάντων βασιλέα. / Σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται. / Σήμερον έβαλον βουλήν οι άνομοι Εβραίοι, / οι άνομοι και τα σκυλιά, οι τρισκαταραμένοι». Ανομοι / σκυλιά / τρισκαταραμένοι: τριπλή χολή. Κατά τον «νόμο των τριών».

«Τραγουδισμένο από τις γυναίκες γύρω από τον “τάφο” του Χριστού, κατά το ήθος και το ύφος των οικείων τους κοσμικών μοιρολογιών», όπως γράφει η Μιράντα Τερζοπούλου στο ένθετο του σιντί «Τα πασχαλιάτικα. Ανοιξιάτικα τραγούδια του θανάτου και της Ανάστασης» (συλλογή - επιλογή - μουσική επιμέλεια Δόμνα Σαμίου, Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου, 1998), «εκφράζει τη συμπόνια, την ταύτισή τους με τη μητρική, ανθρώπινη πλευρά της Παναγιάς. Ωστόσο, ο τρόπος της τελετουργικής του επιτέλεσης αποκαλύπτει τις προχριστιανικές ρίζες του εθίμου. Αν και υπάρχουν κατά τόπους διαφορές σε επιμέρους στοιχεία του τραγουδιού ή στη μελωδική του εκφορά, η δομή και η φόρμα του Μοιρολογιού καθώς και η λειτουργία του παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες από την Κάτω Ιταλία μέχρι τον Πόντο και την Κύπρο».

Τα ρόδα και οι παπαρούνες

Οι θρήνοι για τον θνήσκοντα θεό έρχονται από πολύ παλιά. Κι αν στο «Μοιρολόι» λυπούνται τα βουνά για τον Ιησού, στον «Επιτάφιο Αδώνιδος» του Βίωνος του Σμυρναίου, βουκολικού ποιητή του 2ου-1ου αι. π.χ., όλη η πλάση θρηνεί τον αγαπημένο της Αφροδίτης, που σκοτώθηκε από κάπρο. Το μοτίβο, άλλωστε, της συμπάσχουσας φύσης είναι διαχρονικό. Μεταφράζω: «Οσον εζούσε ο Αδωνης, όμορφ’ η Αφροδίτη, / πέθαν’ εκείνος κι έδυσε το κάλλος της μαζί του. / Αλί της λένε στα βουνά, αλί του λεν τα δέντρα, / για τον δικό της τον καημό και τα ποτάμια κλαίνε, / δακρύζουν για τον Αδωνη στα όρη οι νερομάνες. / Και τα λουλούδια άλικα βάφοντ’ από τον πόνο».

Στον Βίωνα, από το αίμα του Αδωνη γεννιούνται τα ρόδα και από τα δάκρυα της Αφροδίτης οι ανεμώνες. Στη χριστιανική πίστη, η παπαρούνα και ο χυμός του σταυραγκαθιού χρωστάνε το κόκκινο χρώμα τους στο αίμα του Χριστού.

Τα εαρινά «Αδώνια» ήταν η γιορτή της επιστροφής του Αδωνη από τον Κάτω Κόσμο αλλά και της επιστροφής της άνοιξης. Μαυροφορεμένες γυναίκες θρηνούσαν γύρω από μια κλίνη κατάφορτη με λουλούδια, όπου κειτόταν το ξύλινο ομοίωμα του θεού.

Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής

Ο σφοδρός αντιεβραϊκός τόνος του αντιγράφει τα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής, κατά τα λοιπά όμως καινοτομεί, στα όρια μιας ανατρεπτικής παραδοξότητας. Εισάγει πρόσωπα που δεν εμφανίζονται σε καμία άλλη πηγή (τον Τσιγγάνο χαλκιά) ή ήταν ιστορικώς αδύνατο να μετέχουν στον κόσμο της Σταύρωσης. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος είχε αποκεφαλιστεί ένα ή δύο χρόνια πριν σταυρωθεί ο Ναζωραίος. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να είναι ο πληροφορητής της Παναγίας. Κι όμως, στο «Μοιρολόι» αυτός την ενημερώνει.

Παραπέμπω εδώ σε κρητική παραλλαγή του «Μοιρολογιού», δημοσιευμένη από τον Σταμάτη Α. Αποστολάκη στη συλλογή «Ριζίτικα: τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης» (φιλολογική επιμέλεια Δημήτρης Παπακώστας, «Γνώση», 1993).

«Κάτω στα Γεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο», η Παναγία προσεύχεται «μόνη κι αμοναχή τζης». Πρώτο παράδοξο αυτό, αν θυμηθούμε το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: «Ειστήκεισαν δε παρά τω σταυρώ του Ιησού η μήτηρ αυτού και η αδελφή της μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά και Μαρία η Μαγδαληνή».

«Γρικά φωνή και ταραχή και σύχυση μεγάλη» η Παναγία, βλέπει το Γιάννη κι ήρχουντο,

Αντλεί στοιχεία από τα Ευαγγέλια, την εικονογραφία και την υμνογραφία, αλλά δεν περιορίζεται εκεί. Καινοτομεί στα όρια της ανατρεπτικής παραδοξότητας.

δαρμένο, σκοτωμένο», τον προσφωνεί «Βαφτιστή του γιου της» και τον ρωτάει τι συμβαίνει. «Το γιόκα σου τον πιάσανε οι σκύλοι οι Οβραίοι» απαντά εκείνος, και η Παναγία πέφτει λιπόθυμη. «Σταμνί νερό την περεχού, τρία κανάθια μόσκο, / τέσσερα το ροδόσταμο, ώστε να συνεφέρει».

Η κατάρα

Ενώ η προσωπική νεοελληνική ποίηση αξιοποιεί τον Τσιγγάνο ως σύμβολο ελευθερίας και σπάνια τον καταδικάζει, στη λαϊκή παράδοση οι Γύφτοι (έτσι αποκαλούνται) είναι τρομερά απαξιωμένοι, μολονότι διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην παραγωγή και τη διάδοση των τραγουδιών. Η απαξίωσή τους, ενδεχομένως απότοκη των πάγιων περιφρονητικών προκαταλήψεων και της διάχυτης πίστης ότι στα βασανιστήρια Ελλήνων από Τούρκους συμμετείχαν και Τσιγγάνοι, συντελείται κατ’ αρχάς με όρους θρησκειολογικούς: Τους καταριέται η Παναγία και επιπλέον «είν’ αφορισμένοι από το Χριστό, γιατ’ εφτιάσανε τα περόνια που τον εσταυρώσανε», σύμφωνα με παράδοση αποθησαυρισμένη από τον Ν.Γ. Πολίτη.

Απαξιώνονται επιπλέον με όρους πολιτισμικούς, σύμφωνα με ηπειρώτικη παράδοση, δημοσιευμένη επίσης από τον Πολίτη: «Οταν ο Θεός εμέραζεν τα γράμματα επήγαν όλες οι φυλές να γυρέψουν γράμματα, όξω από τη γύφτικη τη φυλή, που δεν επήγεν καθόλου, και γι’ αυτό ούτε έχουν ούτε θα ’χουν ποτέ γράμματα οι γύφτοι· γιατί ο Θεός τούς καταράστηκε και τα ’ριξε μέσα στη θάλασσα όταν οι γύφτοι έφκιασαν τα περόνια που σταυρώθηκε ο Χριστός».

Την αντίληψη αυτή την προσυπογράφει και το «Μοιρολόι», που εμφανίζει τον Γύφτο χαλκιά να πλειοδοτεί από μοχθηρία:

«Ωρα καλή, μωρέ χαρκιά, κι ίντά ’ν’ αυτά που κάνεις;» / «Οβραίοι μού παράγγειλαν καρφιά να τώσε κάμω. / Κείνοι μού ’πανε τέσσερα, μα ’γώ δα κάμω πέντε. / Τα δυο στα δυον του γόνατα, τα δυο στα δυον του χέρια, / το πέμπτο το φαρμακερό να βάλουν στην καρδιάν του, / να τρέξει αίμα και νερό απού τα σωθικάν του». / «Αντε κι εσύ, μπρε ατζίγγανε, να μην ψωμοχορτάσεις, / την αχυλιά [στάχτη] στο τζάκι σου σκουριάν να την πετάξεις / και παστρικό ποκάμισο ποτέ να μην ποτάξεις [αποκτήσεις]».

Παραξενευόμαστε βέβαια ακούγοντας την Παναγία, την επιτομή της καλοσύνης, να καταριέται. Μολαταύτα καταριέται ακόμα και ο γλυκύς Ναζωραίος, και μάλιστα και στα Ευαγγέλια (την άκαρπη συκιά) και σε λαϊκές παραδόσεις.

Ο Κλονισμός

Ενώ η προσωπική νεοελληνική ποίηση αξιοποιεί τον Τσιγγάνο ως σύμβολο ελευθερίας και σπάνια τον καταδικάζει, στη λαϊκή παράδοση οι Γύφτοι (έτσι αποκαλούνται) είναι τρομερά απαξιωμένοι, μολονότι διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην παραγωγή και τη διάδοση των τραγουδιών. Η απαξίωσή τους, ενδεχομένως απότοκη των πάγιων περιφρονητικών προκαταλήψεων και της διάχυτης πίστης ότι στα βασανιστήρια Ελλήνων από Τούρκους συμμετείχαν και Τσιγγάνοι, συντελείται κατ’ αρχάς με όρους θρησκειολογικούς: Τους καταριέται η Παναγία και επιπλέον «είν’ αφορισμένοι από το Χριστό, γιατ’ εφτιάσανε τα περόνια που τον εσταυρώσανε», σύμφωνα με παράδοση αποθησαυρισμένη από τον Ν.Γ. Πολίτη.

Απαξιώνονται επιπλέον με όρους πολιτισμικούς, σύμφωνα με ηπειρώτικη παράδοση, δημοσιευμένη επίσης από τον Πολίτη: «Οταν ο Θεός εμέραζεν τα γράμματα επήγαν όλες οι φυλές να γυρέψουν γράμματα, όξω από τη γύφτικη τη φυλή, που δεν επήγεν καθόλου, και γι’ αυτό ούτε έχουν ούτε θα ’χουν ποτέ γράμματα οι γύφτοι· γιατί ο Θεός τούς καταράστηκε και τα ’ριξε μέσα στη θάλασσα όταν οι γύφτοι έφκιασαν τα περόνια που σταυρώθηκε ο Χριστός». Την αντίληψη αυτή την προσυπογράφει και το «Μοιρολόι», που εμφανίζει τον Γύφτο χαλκιά να πλειοδοτεί από μοχθηρία:

«Ωρα καλή, μωρέ χαρκιά, κι ίντά ’ν’ αυτά που κάνεις;» / «Οβραίοι μού παράγγειλαν καρφιά να τώσε κάμω. / Κείνοι μού ’πανε τέσσερα, μα ’γώ δα κάμω πέντε. / Τα δυο στα δυον του γόνατα, τα δυο στα δυον του χέρια, / το πέμπτο το φαρμακερό να βάλουν στην καρδιάν του, / να τρέξει αίμα και νερό απού τα σωθικάν του». / «Αντε κι εσύ, μπρε ατζίγγανε, να μην ψωμοχορτάσεις, / την αχυλιά [στάχτη] στο τζάκι σου σκουριάν να την πετάξεις / και παστρικό ποκάμισο ποτέ να μην ποτάξεις [αποκτήσεις]».

Παραξενευόμαστε βέβαια ακούγοντας την Παναγία, την επιτομή της καλοσύνης, να καταριέται. Μολαταύτα καταριέται ακόμα και ο γλυκύς Ναζωραίος, και μάλιστα και στα Ευαγγέλια (την άκαρπη συκιά) και σε λαϊκές παραδόσεις.

Η Αγια-καλή και η Αγια-ελένη

Στο τελευταίο επεισόδιο ορισμένων παραλλαγών, αρνητική ηρωίδα είναι η Αγια-καλή (ή η Αγία Ελένη), που εξωθεί την Παναγία σε δεύτερη κατάρα: «Περνά και η Αγια-καλή, τούτο το λόγο λέει: / “Ποιος είδε γιον εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι;” / Και πάλι ξαναπέρασε, πάλι το ξαναλέει. / “Αντε κι εσύ, Αγια-καλή, Αγιά να μη σε λένε. / Παπάς να μη σε λειτουργά, διάκος να μη σε ψάλλει, / μόνο στην άκρα του γιαλού το κύμα να σε δέρνει».

Το «Μοιρολόι», στην κρητική παραλλαγή του, τελειώνει μ’ ένα ημιστίχιο, γεγονός όχι ασυνήθιστο στη λαϊκή ποίηση: «Ωφου γλυκιά μου Παναγιά». Ποιος το λέει άραγε, σαν παράπονο και παράκληση μαζί; Η Αγια-καλή; Η Αγια-ελένη; Ή ο ίδιος ο λαϊκός μοιρολογητής, που ούτε τη στιγμή της δεύτερης κατάρας δεν λησμονεί το πρωταρχικό γνώρισμα της Παναγίας: τη γλυκύτητά της;

Παντελής Μπουκάλας, Καθημερινή

* Η φωτογραφία είναι από τον φετινό επιτάφιο του Αγίου Νικολάου στη Λάρισα