Του Γιώργου Μ. Δεληχά
Μέχρι σήμερα στη Λάρισα υπάρχουν ορισμένα μνημεία που έχουν απομείνει από την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όπως το Μπεζεστένι, το Γενί Τζαμί και τα Οθωμανικά λουτρά (χαμάμ). Σε αυτό το άρθρο θα αναλυθεί η περίοδος κατά την οποία η Λάρισα ήταν υπό οθωμανική κατοχή, ξεκινώντας από την κατάκτηση της και φτάνοντας έως την απελευθέρωση της.
Πως έγινε η κατάκτηση της και πως ήταν η πόλη κατά την πρώιμη οθωμανική περίοδο (14ος-16ος αιώνας)
Η κατάκτηση της Λάρισας από τους Οθωμανούς ολοκληρώθηκε σε τρεις φάσεις: στην πρώτη, κατά την εποχή του σουλτάνου Μουράτ Α΄ (1362-89), ο Γαζής Εβρενός Μπέης και ο Χαϊρεντίν Πασάς καταλαμβάνουν τη Λάρισα το έτος 788 από Εγίρας (1386/7), στη δεύτερη που χρονολογείται το 1392/3, οι Οθωμανοί επιβάλλουν και πάλι την κυριαρχία τους στην πόλη με τον Evrenos Bey, ενώ αμέσως μετά απλώνονται σε μεγάλα τμήματα της Θεσσαλίας, με εκστρατείες που αναλαμβάνει ο ίδιος ο σουλτάνος Βαγιαζίτ Α΄ (1389-1402) και στη τρίτη και τελευταία πολιορκία το 1423 όταν ο στρατηγός του Μουράτ Β΄, ο Γαζής Τουρχάν Μπέης κατέλαβε οριστικά τη Λάρισα που θα του παραχωρηθεί ως τιμάριο. Αργότερα την διοίκηση θα την αναλάβει ο γιός του Τουρχάν, Ομέρ Μπέης και στη συνέχεια ο εγγονός του Χασάν Μπέης. Την κατάκτηση της Λάρισας και της Θεσσαλίας γενικότερα διευκόλυνε οπωσδήποτε η αποσύνθεση και η κοινωνική αναταραχή που επικρατούσε σ’ αυτήν κατά το 14ο αιώνα, κάτω από διάφορους έλληνες και ξένους δυνάστες καθώς και η δυσφορία από τη βαριά φορολογία, που είχε εξαθλιώσει ιδιαίτερα, τον αγροτικό πληθυσμό.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση, οι οικίες και οι ναοί της Λάρισας ερημώθηκαν και το μεγάλο δημογραφικό κενό που δημιουργήθηκε τότε στην πόλη, καλύφθηκε από πολυάριθμους μουσουλμάνους εποίκους, που για πρώτη φορά εγκαθίστανται σε αυτή μετά το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων του Evrenos Bey (1387). Στα χρόνια του Βαγιαζίτ Α μαρτυρείται προγραμματισμένος εποικισμός, ενώ συμπληρωματικός εποικισμός φαίνεται πως πραγματοποιήθηκε λίγο αργότερα στα χρόνια του Μουράτ Β΄, μετά την οριστική κατάληψη της Θεσσαλίας (1423).
Με τους αλλεπάλληλους αυτούς εποικισμούς η Λάρισα άλλαξε εντελώς όψη καθώς μετατράπηκε σε μία καθαρά μουσουλμανική πόλη και έτσι μπορεί να εξηγηθεί η επίσημη οθωμανική της ονομασία Γενί Σεχίρ (Yenisehir = Νέα Πόλη), η οποία, ωστόσο, επικράτησε μόνο στη γλώσσα της διπλωματίας. Σύμφωνα με στοιχεία που αφορούν τη δεκαετία του 1520, τον πληθυσμό της Λάρισας αποτελούσαν 693 μουσουλμανικά και 75 χριστιανικά νοικοκυριά. Σταδιακή αύξηση του πληθυσμού διαπιστώνεται στη Θεσσαλία καθ’ όλη την περίοδο του 16ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Τούρκο ιστορικό Omer Lutfi Barkan, ο πληθυσμός της Λάρισας και των Τρικάλων αυξήθηκε κατά 68% στο διάστημα 1525-75. Ως αποτέλεσμα μάλιστα της οθωμανικής πολιτικής ήταν να επικρατήσει ο μουσουλμανικός πληθυσμός, κυρίως στον αστικό
θεσσαλικό χώρο.
Η πόλη κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο (17ος -19ος αιώνας)
Στις αρχές του 17ου αιώνα, η Λάρισα παρουσιάζει αξιόλογη εμπορική κίνηση. Οι Λαρισαίοι έμποροι εισάγουν και εξάγουν εμπορεύματα από το μικρό λιμάνι του φρουρίου του Βόλου, ενώ ο πληθυσμός της πόλης είναι μεγαλύτερος από αυτόν των Τρικάλων και των Ιωαννίνων. Η εικόνα που παρουσιάζει η Λάρισα είναι τέτοια ώστε ο Evliya Celebi (1688) την κατατάσσει μεταξύ των δέκα κυριότερων πόλεων του
ευρωπαϊκού τμήματος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μετά την Αδριανούπολη, τη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες. Από τις αρχές του 17ου αιώνα, οι χριστιανοί της Λάρισας διατηρούν ακμαίο σχολείο (σχολαρχείο), ενώ στα μέσα περίπου του ίδιου αιώνα γεννιέται στην πόλη ο γνωστός λόγιος Αλέξανδρος ο Ελλάδιος.
Κατά τη διάρκεια του Γ΄ βενετο-οθωμανικού πολέμου (1645-69), ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ΄(1648-87) μεταφέρει την έδρα του στη Λάρισα (1669), για την καλύτερη παρακολούθηση των πολεμικών του επιχειρήσεων στην Κρήτη. Ο ερχομός του τρέπει σε φυγή αρκετούς χριστιανούς, ενώ η Λάρισα μεταβάλλεται σε σημαντικό πολιτικό και διπλωματικό κέντρο, αποκτώντας προσωρινά την αίγλη πρωτεύουσας. Ο
σουλτάνος έστησε στην πόλη ένα πολυτελέστατο λυόμενο ανάκτορο, ενώ αρκετοί ξένοι διπλωμάτες εγκαθίστανται σε αυτή και στον γειτονικό Τύρναβο. Όμως, οι οδυνηρές επιπτώσεις του πολέμου γίνονται γρήγορα αισθητές. Οι τεράστιες πολεμικές δαπάνες αναγκάζουν το Μεχμέτ να επιβάλει νέους φόρους, δυσβάστακτους για τους χριστιανούς υπηκόους του. Ενδεικτικά της κατάστασης είναι τα όσα συμβαίνουν το 1666, όταν ο βεζίρης Αχμέτ Κιοπρουλής, βαδίζοντας εναντίον της Κρήτης, περνά από τη Λάρισα, ένας ανώνυμος Βεροιώτης, διεκτραγωδώντας τις φορολογικές και άλλες καταπιέσεις των κατοίκων, ανέφερε τότε: «Τα όσα επέρασαν οι χριστιανοί αδυνατώ να γράψω (…) καθ’ ημέραν φυλακωμένοι, υβρισμένοι, ωνειδισμένοι, δαρμένοι και καθολικά πεθαμένοι και ο Θεός να γένει ίλεως να μας λυπηθεί να αγαθύνει τα έθνη τα καταπάνω μας». Σε όλα αυτά προστέθηκαν οι δύο θανατηφόρες επιδημίες το 1667 και το 1688 που μείωσαν τον πληθυσμό της επαρχίας και προκάλεσαν θύματα και στην θεσσαλική πρωτεύουσα. Επιπλέον, η μεγάλη πλημμύρα του Πηνειού το 1684 κατέστρεψε ένα τμήμα της πόλης, ορισμένα παρόχθια χωριά και αρκετή καλλιεργήσιμη γη. Άλλη μια επιδημία πανώλης έκανε την εμφάνιση της το 1742, σκορπώντας τον θάνατο και ερημώνοντας πολλά κονιαροχώρια. Αντίθετα ο χριστιανικός πληθυσμός δεν επηρεάστηκε ιδιαίτερα από αυτά τα θανατικά. Επίσης, ακόμη μια μεγαλύτερη πλημμύρα του Πηνειού πραγματοποιήθηκε το 1729, όταν πλημμύρισαν τα Τρίκαλα, το Μοσχολούρι και οι συνοικίες της Λάρισας, Αρναούτ μαχαλάς, Πέρα μαχαλάς και Ταμπάκικα. Αυτή η αραίωση του πληθυσμού των πεδινών θεωρείται και η αιτία εμφάνισης μεγάλων τσιφλικιών στην περιοχή.
Πομπώδης έξοδος του σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄ από τη Λάρισα το 1669. Φανταστική απεικόνιση σε
χαρακτικό του 17ου αι. (Brown 1686). Φωτογραφία: Αρχείο Ν. Παπαθεοδώρου.
Παρ’ όλα αυτά όμως η Λάρισα διατηρούσε μια οικονομική ακμή που οφειλόταν στη θέση της πόλης, πάνω στον άξονα της οδού από τη νότια προς τη βόρεια Ελλάδα αλλά και εξαιτίας του εμπορίου που κύριοι ασχολούμενοι ήταν οι Εβραίοι της πόλης. Από τις αρχές του 18ου αιώνα παρατηρείται μεγάλη ανάπτυξη της υφαντουργίας σε διάφορους ορεινούς οικισμούς της Θεσσαλίας, όπως στα Αμπελάκια, στο Πήλιο, στη
Ραψάνη, αλλά και στην περιοχή της Λάρισας και του Τυρνάβου. Αυτό οφειλόταν στην αφθονία πρώτων υλών (βαμβάκι, μαλλί) και στις νέες τεχνικές νηματουργίας και βαφής που πέρασαν στον θεσσαλικό χώρο από τη Μ. Ασία. Αυτή η περίοδος κράτησε ως τα Ορλωφικά (περίπου 1770), εποχή κατά την οποία οι Θεσσαλοί πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος και διώξεων. Επομένως, τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα η Λάρισα εγκαταλείπεται σχεδόν από το χριστιανικό στοιχείο. Ο Κωνσταντίνος Κούμας γέννημα της Λάρισας εκείνης της περιόδου γράφει: «οι ακμάζοντες δια της εμπορίας, εγυμνώθησαν, εσκοτώθησαν και όσοι εδυνήθησαν έφυγαν εις τα ορεινά χωριά». Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι ένας Σουηδός περιηγητής της δεκαετίας του 1770, ο Βγέρστολ, αναφέρει ότι η Λάρισα το 1779 δεν είχε καμία εκκλησία, ενώ αντίθετα
λειτουργούσαν 24 τζαμιά και μια συναγωγή.
Η Λάρισα την περίοδο της κήρυξης της Ελληνικής Επανάστασης
Μετά τον θάνατο του Αλή πασά και την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης, όλες οι διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις των Οθωμανών συγκεντρώθηκαν στη Λάρισα και τους γύρω οικισμούς. Μέχρι το τέλος του 1821 πασάδες απεσταλμένοι από την υψηλή Πύλη έφτασαν στη Λάρισα με διαταγή να συγκεντρώσουν τουλάχιστον 20.000 άνδρες για την καταστολή της ελληνικής επανάστασης. Οι πασάδες αυτοί ήταν ο Μεχίμ, ο Βεράμ, ο Αλή Σχουδίν και ο Χατζη-Μπεκίρ. Την άνοιξη του επόμενου έτους συγκεντρώθηκαν 24.000 άνδρες και 6.000 ιππείς γύρω από την Λάρισα. Ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης είχε οριστεί γενικός συντονιστής του τμήματος, ενώ ο προκάτοχος του Χουρσίτ, που είχε πέσει σε δυσμένεια, αποτραβήχτηκε και δεν συμμετείχε στις προετοιμασίες. Όμως, η στρατιά αυτή του Δράμαλη συνετρίβη από τους Κολοκοτρώνη και Νικηταρά, που ήταν επικεφαλής μιας μικρής δύναμης 2.500 ανδρών στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου 1822. Έτσι ο Δράμαλης έπεσε σε μελαγχολία, που κατά που πολλούς, τον οδήγησε στον θάνατο
στις 27 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Η ήττα όμως των Οθωμανών στην Πελοπόννησο έφερε τον Χουρσίτ σε ακόμα χειρότερη θέση διότι κατηγορήθηκε ότι δεν συνέδραμε στην προσπάθεια του Δράμαλη. Αυτή η κατηγορία συνοδευόταν από την υποψία ότι ο ίδιος είχε καταχραστεί θησαυρούς του Αλή πασά που τον οδήγησαν στην οριστική δυσμένεια του σουλτάνου Μαχμούτ. Μόλις πληροφορήθηκε ότι η Πύλη σχεδίαζε την
καταδίκη του σε θάνατο, αυτοκτόνησε προλαμβάνοντας τις εξελίξεις. Ο τάφος του (επιτύμβια στήλη) σωζόταν μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα στην περιοχή του Πέρα Μαχαλά. Την τιμωρία όμως που απέφυγε όσο ήταν εν ζωή δεν την απέφυγε μετά θάνατον. Λίγες μέρες μετά την αυτοκτονία του ήρθαν ζαπτιέδες από την Πόλη στη Λάρισα, έχοντας στα χέρια τους σουλτανικό φιρμάνι ξέθαψαν το πτώμα του Χουρσίτ,
του έκοψαν το κεφάλι το οποίο το τοποθέτησαν πάνω σε ασημένια λεκάνη και το παρέδωσαν στον σουλτάνο.
Υπάρχει βέβαια και η άλλη άποψη που δεν αναφέρεται περί αυτοκτονίας του Χουρσίτ. Σύμφωνα με αυτή ο Χουρσίτ εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό, κοντά στην όχθη του Πηνειού, στη θέση Κινάμ Βέη, μετά από φιρμάνι που προσκόμισαν οι απεσταλμένοι του σουλτάνου. Πάντως η μνήμη του Χουρσίτ έμενε για χρόνια ζωγραφισμένη με μελανά χρώματα στο νου των χριστιανών της Λάρισας, οι οποίοι με φρίκη θυμούνται τα κατορθώματα του στην πόλη. Άλλωστε, δεν περνούσε ούτε μια μέρα χωρίς να θανατωθεί κάποιος Έλληνας, είτε με αγχόνη είτε με το φρικτότερο τσιγκέλι. Αξίζει να αναφέρουμε ότι εν όψει της αυτονόμου Ελλάδας το 1828, οι Οθωμανοί οχύρωσαν ακόμα περισσότερο τη Λάρισα σκάβοντας βαθύτερη τάφρο περιμετρικά της πόλης (εκεί που σήμερα είναι η οδός Ηρώων Πολυτεχνείου). Τα έργα αυτά ολοκληρώθηκαν το 1829 και έγιναν κυρίως με εργασία-αγγαρεία των χριστιανών της πόλης.
Πως φτάσαμε στην απελευθέρωση της Λάρισας
Μετά την ελληνική επανάσταση η οθωμανική εξουσία προσπάθησε να γίνει πιο ανεκτική και φιλελεύθερη. Στα πλαίσια λοιπόν της φιλελευθεροποίησης της οθωμανικής εξουσίας κατά τα μέσα του 19ου αιώνα επιτράπηκε στους υπόδουλους χριστιανούς να κτίσουν σχολεία και να ανακαινίσουν τους παλαιούς ναούς ή να κτίσουν καινούργιους κάτι που ως τότε συναντούσε μεγάλα εμπόδια λόγω της αντίστασης των Οθωμανών. Επομένως, στη Λάρισα από το 1852 στη θέση των παλαιών παρεκκλησίων άρχισαν να κτίζονται ομώνυμοι μεγαλοπρεπείς ναοί στον αρχιτεκτονικό τύπο της μεγάλης τρίκλιτης βασιλικής, αντανακλώντας με τον τρόπο αυτό τις δημογραφικές αλλαγές και τις ευρύτερες οικονομικές δυνατότητες της χριστιανικής κοινότητας της πόλης. Το 1856 ανακαινίζεται ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αχιλλίου και ευτρεπίζεται η δυτική πλευρά του λόφου της ακρόπολης. Επίσης, από την ίδια περίοδο αρχίζει ο εορτασμός των Θεοφανείων στη γέφυρα του Πηνειού, απ’ όπου γίνεται η ρίψη του Τίμιου Σταυρού στα νερά του ποταμού.
Τις δημογραφικές αλλαγές και ιδιαίτερα την αύξηση του χριστιανικού πληθυσμού επακολούθησε αξιοσημείωτη εμποροβιοτεχνική ανάπτυξη, τόσο στη Λάρισα όσο και σε άλλα θεσσαλικά αστικά κέντρα. Στη Λάρισα την οποία ο Γεωργιάδης χαρακτηρίζει ως την «(…) πολυπληθεστέρα, πλουσιωτέρα και εμπορικωτέρα (…)» πόλη της Θεσσαλίας, λειτουργούσαν κατά τη περίοδο αυτή «(…) βιομηχανικά τεχνουργεία βάμβακος, μετάξης, σκυτών (δερμάτων) και ταμβάκου (καπνού) (…)», ενώ πλούσια ήταν και η παραγωγή πολλών αγροκηπίων που απλώνονταν γύρω από αυτή. Η νέα αυτή οικονομική ανάπτυξη της πόλης προκάλεσε εύλογα το ενδιαφέρον των ευρωπαίων επιχειρηματιών και οδήγησε στην εγκατάσταση ορισμένων προξενικών αρχών σε αυτή. Η αρχή έγινε το 1856, με το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου και τη σύσταση αγγλικού υποπροξενείου. Ακολούθησε η ίδρυση του ελληνικού προξενείου το 1857, ενώ το 1859 εγκαταστάθηκε πράκτορας της Ρωσίας και το 1867 υποπρόξενος της Γαλλίας. Το 1861, ο προοδευτικός βαλής της Λάρισας, Χουσνή Πασάς, συγκάλεσε στην αυλή του Διοικητηρίου της πόλης συνέλευση γεωργών, στην οποία ανήγγειλε την κατάργηση της δουλοπαροικίας, σύμφωνα με το διάταγμα του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ (1861-76).
Η φιλελεύθερη αυτή ατμόσφαιρα όμως δεν διατηρήθηκε για πολύ. Η έναρξη του ρωσοτουρκικού πολέμου το 1877 ήταν η αφορμή για να επαναληφθούν οι πιέσεις σε βάρος των χριστιανών, καθώς η Πύλη υποπτευόταν την εξέγερση των Θεσσαλών με την υποκίνηση της ελεύθερης Ελλάδας. Μάλιστα είχαν προηγηθεί και αποτυχημένες
επαναστάσεις το 1854 και το 1867. Για αυτό το λόγο, το Σεπτέμβριο του 1877, οι Οθωμανοί έστειλαν ομάδες ατάκτων στρατιωτών στη Λάρισα, οι οποίες προκάλεσαν καταστροφές στις χριστιανικές συνοικίες και το ελληνικό προξενείο. Η επανάσταση που φοβόταν η Πύλη τελικά ξέσπασε τον Ιανουάριο του 1878, αφού προετοιμάστηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια από τη μυστική εταιρεία Αδελφική Ένωσις, της οποίας
πρόεδρος ήταν ο λοχαγός του πυροβολικού, Κωνσταντίνος Ισχόμαχος. Η εταιρία είχε την έδρα της στην Αθήνα και μέλη σε διάφορες πόλεις. Μια από αυτές τις πόλεις ήταν η Λάρισα, στην οποία μυημένοι στις επαναστατικές ιδέες ήταν οι Αναστ. Ζαρμάνης, Γεώργ. Φαρμακίδης, Διον. Γαλάτης, Αχιλ. Λογιωτάτου, Νικ. Ριζόπουλος και Χρ. Γεωργιάδης.
Μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1878 και κάτω από την πίεση της κατάστασης που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική με τη συνθήκη του Αγ. Στεφάνου (19 Φεβρουαρίου 1878), συγκλήθηκε το Συνέδριο του Βερολίνου (1-13 Ιουνίου 1878), στο οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις αποδέχτηκαν την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, εξαιρώντας την επαρχία της Ελασσόνας, ενώ πρόσφεραν και τη μεσολάβηση τους για τη διευκόλυνση των ελληνοτουρκικών συνομιλιών. Όταν έγινε γνωστή στην κοινωνία η συμφωνία για προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, πολλοί Οθωμανοί της Λάρισας δυσφορώντας με αυτή την αλλαγή, άρχισαν να μεταναστεύουν κυρίως προς την Ελασσόνα, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, πουλώντας τις γαιοκτησίες τους σε ντόπιους Έλληνες ή σε χρηματιστές και μεγαλεμπόρους του παροικιακού ελληνισμού (Ζάππας, Στεφάνοβικ, Αφοί Χαρακόπου κ.α.). Οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες κατέληξαν σε δύο συμβάσεις (12 Μαΐου και 20 Ιουνίου 1881), με τις οποίες καθορίστηκαν τα νέα σύνορα των δύο κρατών. Βάσει αυτών στις 31 Αυγούστου 1881, ο ελληνικός στρατός με επικεφαλής τον υποστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο και τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου και ταγματάρχη του πυροβολικού Κων. Ισχόμαχο, απελευθέρωσε τη Λάρισα μέσα σε γενικό παραλήρημα χαράς των κατοίκων της.
Ο διοικητής της Χαλήλ Πασάς, παρέδωσε κανονικά τη διοίκηση της πόλης στους Έλληνες, σημαίνοντας το τέλος της οθωμανικής κατοχής της μετά από περίπου πέντε αιώνες.
Βιβλιογραφία
Θ. Παλιούγκας (1996). Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881). Τόμος Α΄.
Λάρισα: Έκδοση Δήμου Λάρισας.
Κων. Αθαν. Οικονόμου (2009). Η Λάρισα και η θεσσαλική ιστορία Δ΄ Τόμος: Από
την οριστική οθωμανική κατάκτηση (1423) και τη ζοφερή Τουρκοκρατία έως την
απελευθέρωση του μεγαλύτερου τμήματος της Θεσσαλίας (1881).